Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διορισμένος πρωθυπουργός
- απόδοση: που κατέχει το πρωθυπουργικό αξίωμα κατόπιν εντολής & όχι κατόπιν προτιμήσεως των ψηφοφόρων προς το πρόσωπό του
- θεματολογία: ‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’





