Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συστημικός χώρος
- απόδοση: κοινωνική ομάδα επιβάλλουσα εξουσιαστικό σύστημα στο κοινωνικό σύνολο δια ενεργειών & μεθοδεύσεων των μελών της & των δουλικώς ακολουθούντων αυτή
- θεματολογία: ‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’
ως βουλευτής ενεργεί εξυπηρετώντας τον συστημικό χώρο





