Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πειθαρχημένος πολίτης
- απόδοση: που έχει μάθει & πειθαρχεί / ο συμμορφωμένος με κανόνες εντολές οδηγίες ανωτέρων
- θεματολογία: ‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’
σοβαρό κράτος δεν νοείται χωρίς πειθαρχημένους πολίτες





