Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βουλευτική ασυλία
- απόδοση: προνομιακό καθεστώς με το οποίο αντιμετωπίζονται οι κατέχοντες βουλευτικό αξίωμα & το οποίο επιτρέπει να μην υφίστανται δίωξη για ορισμένα αδικήματα
- θεματολογία: ‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’





