Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξιωματική αντιπολίτευση
- απόδοση: το κατά τον αριθμό ψηφοφόρων μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολιτεύσεως στο κοινοβούλιο
- αντίθετο: ελάσσων αντιπολίτευση
- συγγενές: μείζων αντιπολίτευση
- θεματολογία: ‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’





