Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαγορευμένος καρπός
- απόδοση: που δεν επιτρέπεται να τον απολαύσουμε παρά το γεγονός ό,τι τον επιθυμούμε πολύ / όπως ακριβώς ο Θεός απαγόρευσε να δοκιμάσουν οι πρωτόπλαστοι καρπούς από το δένδρο της γνώσεως
- θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απόλαυσε ελαφρά τη καρδία τον απαγορευμένο καρπό της εξωσυζυγικής σχέσης που προέκυψε