Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομαλώς επαναπατριζόμενος
- απόδοση: που επιστρέφει στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία υπό ομαλές συνθήκες
- θεματολογία: ‘ Έθνος - Πατρίς - Χώρα - Κράτος - Πολιτεία ’
οι εξ Αιγύπτου προερχόμενοι ομογενείς έλαβαν το χαρακτηρισμό των ομαλώς επαναπατριζομένων





