Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προστιθέμενη αξία
- απόδοση: η προκύπτουσα διαφορά ανάμεσα στην αξία αγοράς υλικών ή προϊόντων σε αρχικό στάδιο κατεργασίας & στην αξία πωλήσεως αυτών στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’
η αγορά αγαθών ή υπηρεσιών βαρύνεται με φόρο προστιθέμενης αξίας > ΦΠΑ