Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιουσιακό στοιχείο
- απόδοση: που αποτελεί ή αποτελούν μέρος της περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’
η έπαυλη αποτελεί λ του Ντασσώ πατρός προερχόμενο από αγορά
το αρχοντικό της Ύδρας αποτελεί μέρος των περιουσιακών στοιχείων των προερχόμενων εκ της μητρός
το κτήμα στην Άμφισσα αποτελεί το μοναδικό λ που έλαβε από κληρονομιά