Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύνταξη χηρείας > αναπηρική > πρόωρη
- απόδοση: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ανά μήνα ισοβίως σε εργαζόμενο που έπαυσε να εργάζεται για λόγους ηλικίας ή υγείας & διαδοχικά σε τυχόν προστατευόμενα μέλη
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’