Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
το έξοδον
- απόδοση: δαπάνη χρηματικό ποσό που δίδεται ως πληρωμή είδους ή υπηρεσιών
- αντίθετο: έσοδο
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’
αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα έξοδα διαβίωσης
δεν με ανησυχούν διόλου τα προγραμματισμένα έξοδα
μόλις & μετά βίας καλύπτει τα τρέχοντα έξοδα
ο οργανισμός τελευταία παρουσιάζει ηυξημένα διαχειριστικά έξοδα
περιόρισε τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας
το τελευταίο διάστημα προέκυψαν απρόβλεπτα έξοδα