Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεσμευμένος λογαριασμός
- απόδοση: υπό καθεστώς ή συμφωνία που δεσμεύει
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’
πρόκειται για δεσμευμένο λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης