Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποδοχές υψηλές > γενναίες > ταπεινές > δυσθεώρητες
- απόδοση: ποσά με τα οποία αμείβεται κάποιος
- θεματολογία: ‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’
δοκιμασμένο & επιτυχημένο διοικητικό στέλεχος με λ υψηλές