Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθαίρεση αξιώματος
- απόδοση: ατιμωτική πράξη που επιβάλλεται σε αξιωματικούς ή κληρικούς
- θεματολογία: ‘ Περί Τιμής Τιμών & Τιμωμένων ’
η εκκλησία του επέβαλε λ από ιερομόναχος δε επανήλθε στην τάξη των λαϊκών
τιμωρήθηκε με λ με επακόλουθο από ταξίαρχος κατέληξε απλός στρατιώτης