Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εν
- απόδοση: κυρίως σε λόγιες εκφράσεις
- θεματολογία: ‘ Εκφράσεις Παλαιικές ’
αναμένεται εν Αθήναις
από πρωίας βρίσκομαι εν αναμονή
από το πρωί βρίσκομαι εν ορθία στάση
απουσιάζει από το σπίτι ευρισκόμενος εν εργασία
απουσιάζει ευρισκόμενος εν αδεία
απουσιάζει του γραφείου βρίσκεται δε εν οίκω αναπαυόμενος
αποφάσισε βεβιασμένα & εν συγχύσει
αυτά εν παρενθέσει
βρέθηκε εν αποσυνθέσει
βρίσκεται από μηνός εν Ελλάδι
βρίσκεται εν Αιγύπτω απολαμβάνων τις διακοπές του
βρίσκεται εν υπηρεσία
βρίσκεται μετά της οικογενείας του εν γεύματι
διαπραγματεύεται την αποζημίωση που δικαιούται εν κρυπτώ
δίνει εικόνα εγκατάλειψης αλλά είναι εν χρήσει
έθεσαν το καθεστώς εν κινδύνω
εκάστη Κυριακή παλινδρομεί το πέος του εν οίκω ανοχής
εν ανάγκη πάρε ταξί
εν αρχή ην ο λόγος
εν γένει
εν δήμω
εν διαστάσει τελών κατά την τελευταία διετία
εν δυνάμει
εν εξάλλω καταστάσει ευρισκόμενος τον καθύβρισε δημοσίως
εν Εσπερία διαμένων
εν εσχάτη απογοητεύσει
εν ισχύ
εν ισχύει
εν κενώ αέρος
εν κινήσει
εν μέρει
εν μέσω οδώ
εν μέσω πυρών
εν μέσω του θέρους
εν ονόματι της Πίστεώς μου
εν ονόματι του Ελληνικού Λαού
εν ονόματι του Νόμου
εν ονόματι του Πατρός του Υιού & του Αγίου Πνεύματος
εν πλειοψηφία
εν πλήρει γνώσει των συνθηκών
εν πλήρει ευθυμία ευρισκόμενος
εν πολλοίς
εν πομπή
εν πρώτοις σας γνωρίζω ότι δεν αποδέχομαι τις προτάσεις σας
εν πτήσει
εν Ρώμη παρεπιδημών
εν σμικρώ
εν σπέρματι
εν συνεχεία
εν συστοιχία
εν τη ατυχία του
εν τη αφελεία του διέθεσε ικανό ποσό προς αυτόν άνευ αποδείξεως
εν τη εξασκήσει του έργου
εν τη κυριολεξία
εν τούτοις ευελπιστεί
εν τω κοιμητηρίω
εν τω μένει του λόγου του
εν τω παρασκηνίω
εν Χριστώ αδελφέ
εν ψυχρώ πράττων
εν ώρα ακροάσεως
εν ώρα ανάγκης
εν ώρα αναπαύσεως
εν ώρα γενικής συνελεύσεως συνεπλάκη με έτερον συμμετέχοντα
εν ώρα γεύματος
εν ώρα διασκεδάσεως
εν ώρα επισκεπτηρίου
εν ώρα εργασίας
εν ώρα Θείας Λειτουργίας
εν ώρα καθήκοντος
εν ώρα κοινής ησυχίας
εν ώρα μάχης
εν ώρα περισυλλογής
εν ώρα προσευχής
εν ώρα συνεδριάσεως
εν ώρα συνουσίας
εν ώρα ύπνου
εν ώρα χασμωδίας
εν ώρα ψυχικής ευφορίας > δυσφορίας
ευρισκομένη εν παρθενία
ευρισκόμενος εν αγαμία
η θαλαμηγός βρίσκεται εν πλω προς Κρήτη
η κατάσταση υπήρξε εν δυνάμει "εκρηκτική" για την κυβέρνηση
η Προεδρική Φρουρά βρίσκεται εν παρελάσει
θα αναφερθώ εν περιλήψει
θα αναφερθώ στο συμβάν εν τάχει
θα αναφέρω τα γεγονότα εν σειρά
θα αναφέρω τα προβλήματα εν προς εν
θα εκφέρω γνώμη εν τω συνόλω
θαύμασα το φιλόμουσο κοινό το εν ενθουσιασμώ ευρισκόμενο
θέτω τα λεχθέντα εν αμφιβόλω
κατοικοεδρεύων εν Παπάγω
κύριοι εν αρχή ην η υγεία & τα λοιπά ακολουθούν
ούρησε δημοσίως εν μέσω γενικής απάθειας & αμηχανίας
παρά την ηλικία του τελεί εν ενεργεία βιβλιοδέτης
παρά το προχωρημένο της ηλικίας βρίσκεται εν ζωή
πράττει εν πλήρει συνειδήσει
προέβη σε εν ζωή δωρεά
σε αναμονή εν όψει εξελίξεων
σκέπτομαι εν αντιθέσει με τα ανωτέρω
σωματικώς τελεί εν πλήρει αδυναμία
το αποφάσισε εν τη μεγαλοψυχία του
το ζεύγος βρίσκεται εν διαστάσει
το πρόγραμμα βρίσκεται εν εξελίξει
το τάγμα βρίσκεται ενώπιον του διοικητού εν παρατάξει
τον έπεισε παρά το γεγονός ότι τα επιχειρήματα τελούσαν εν αδυναμία
τον ράπισε εν ταχεία κινήσει