Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μέσω
- απόδοση: με ορισμένο τρόπο / με ενδιάμεσο τόπο
- θεματολογία: ‘ Εκφράσεις Παλαιικές ’
θα εξυπηρετηθώ μέσω αυτού
παράκαμψε το κέντρο & ήλθε μέσω Αττικής Οδού
τελικά επέστρεψε μέσω Δομοκού
την γνώρισε μέσω ενός κοινού φίλου