Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άνευ
- απόδοση: δίχως / χωρίς
- θεματολογία: ‘ Εκφράσεις Παλαιικές ’
άνευ περικοπών ο τρέχων προϋπολογισμός
αποφάσισε άνευ διαλόγου
αποφοίτησε της ιατρικής άνευ κόπου & προσπαθειών
βιβλίο άνευ ουσίας & περιεχομένου
διδάχθηκε την Ιταλική άνευ διδασκάλου
έγινε ένα γλέντι άνευ προηγουμένου
εισέπραξε την αμοιβή άνευ αποδείξεως
ενέδωσε άνευ όρων
ζήτησε άδεια ενός μηνός άνευ αποδοχών
ζήτησε εισιτήριο άνευ επιστροφής
η επιταγή που εδόθη ήταν άνευ αντικρίσματος
θα επισκεφθούμε τους Δελφούς την επαύριον άνευ αναβολής
θα σε επισκεφθώ άνευ απροόπτου
θα σπεύσουμε άνευ χρονοτριβών
καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός έτους άνευ αναστολής
παρέδωσαν τη συσκευή άνευ οδηγιών χρήσεως για την κατανόησή της
τα αναφερόμενα είναι αληθή άνευ υπερβολής
το κείμενο είναι άνευ ψόγου
τον απομάκρυνε από τη θέση του άνευ εξηγήσεων