Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανάερος
- απόδοση: που είναι τόσο ελαφρός που ομοιάζει ως αιωρούμενος / που δίδει την αίσθηση πως είναι άυλος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’