Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εθνοκτόνος
- απόδοση: ενέργεια καταστροφική για το έθνος
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι Έλληνες αποτελούν πολύπαθο λαό ο οποίοος πέραν των λοιπών ατοπημάτων που διέπραξε διολίσθησε προσφάτως σε εθνοκτόνο εμφύλιο πόλεμο