Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εθνάρχης
- απόδοση: ο ηγέτης έθνους / τιμητική προσωνυμία πολιτικού ηγέτη που εκφράζει εθνικό οραματισμό & τυγχάνει κύρους & καθολικής αποδοχής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κέρδισε επάξια τον τίτλο του εθνάρχη
πόνημα που εξιστορεί τον απαγχονισμό του εθνάρχη Γρηγορίου του Ε΄
συνέγραψε δοκίμιο για τον εθνάρχη Μακάριο