Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλλοεθνής
- απόδοση: που ανήκει σε άλλο έθνος από αυτό που κατοικεί στην χώρα που βρίσκεται
- αντίθετο: ομοεθνής
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & λ άριστος γνώστης της αρχαιοελληνικής