Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλλοδαπός
- απόδοση: ο υπήκοος ξένης χώρας από αυτή που βρίσκεται / που προέρχεται από το εξωτερικό
- αντίθετο: ημεδαπός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ξενομανία τον οδηγεί σε αλλοδαπά αγαθά > πρότυπα