Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελληνιστικός
- απόδοση: που ανήκει στην ιστορική περίοδο από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την κατάκτηση των παραμεσόγειων λαών από τους Ρωμαίους όπου & διαδόθηκε ο ελληνικός πολιτισμός στους κατακτηθέντες λαούς
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει πλουσιότατη βιβλιογραφία για τους ελληνιστικούς χρόνους
η Ρώμη διαδέχθηκε την ελληνιστική εποχή
λάτρης της ελληνιστικής τέχνης
μελετητής του Αλεξάνδρου & της ελληνιστικής περιόδου
ομιλούσαν & στην Αίγυπτο την ελληνιστική κοινή
πλήθος ελληνιστικών κρατών