Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ετεροβαρής
- απόδοση: σχέση σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων κατά την οποία η μία εξ αυτών βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση
- αντίθετο: αμφοτεροβαρής
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’