Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελληνικός
- απόδοση: που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή στους Έλληνες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιβαίνει στα ελληνικά δεδομένα
εκφραστής των συμφερόντων του ελληνικού κράτους
εξιστορεί τας ατυχίας του ελληνικού έθνους
εξόκειλε πλοίο υπό ελληνική σημαία στα ανοικτά της Σαρδηνίας
επιλέγει οικιακές συσκευές ελληνικής προελεύσεως
λάτρης της ελληνικής κουζίνας
ο αρχαιότερος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου
ο περήφανος λ λαός
πλοίο ελληνικών συμφερόντων παλαιάς οικογένειας πλοιοκτητών της Χίου
πολυπληθές το ελληνικό στοιχείο της Νέας Υόρκης