Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πασαμέντο
- απόδοση: λωρίδα από ξύλο ή μάρμαρο που τοποθετείται επί του τοίχου σε ύψος τραπεζιού ή ενός μέτρου από το δάπεδο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’