Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αερόστρωμνο
- απόδοση: σκάφος κινούμενο με κίνηση προερχόμενη από αεροστρόβιλους ενώ υπερίπταται ελαφρώς από την επιφάνεια της θαλάσσης το ικανό να μεταφέρει ταχέως άτομα & οχήματα προοριζόμενο κυρίως για στρατιωτικές ενέργειες
- συγγενές: zubr
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’