Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λόρδωση
- απόδοση: κύρτωση της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα το σώμα να κλίνει προς τα πίσω
- αντίθετο: κύφωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’