Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κόθορνος
- απόδοση: είδος λίαν υψηλού υποδήματος με ιδιαίτερα παχύ πέλμα το χρησιμοποιούμενο από τους υποκριτές του αρχαιοελληνικού θεάτρου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απορώ το πώς μπορεί & βαδίζει με αυτούς τους κοθόρνους