Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εφήμερος
- απόδοση: που διαρκεί μία ή λίγες ημέρες / που δεν διαρκεί πολύ / που το χαρακτηρίζει η ματαιότητα του πρόσκαιρου / που δεν είναι αιώνιο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
γνώρισε τον εφήμερο πλούτο & κατέληξε στην πτωχία
υπήρξε κυνηγός των εφήμερων σχέσεων