Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παπαράτσι
- απόδοση: φωτογράφος που ενεργεί με φορτικό & αδιάκριτο τρόπο προκειμένου να απαθανατίσει ο φακός του ιδιωτικές στιγμές διασημοτήτων
- συγγενές: paparazzi ή paparazzo
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’