Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οπλοστάσιο
- απόδοση: χώρος προοριζόμενος για αποθήκευση όπλων / το σύνολο των όπλων που διαθέτει μία χώρα / με μεταφορική έννοια το σύνολο των απόψεων ή επιχειρημάτων προκειμένου να πεισθεί άτομο ή σύνολο ατόμων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’