Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ολιγόζωος
- απόδοση: που η ζωή του διαρκεί περιορισμένο χρονικό διάστημα ή ολιγότερο από το σύνηθες
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’