Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ημέρα
- απόδοση: το χρονικό διάστημα από ανατολής έως δύσεως του ηλίου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάφορη μέρα !
αναφέρεται σε ημέρες δόξης του παρελθόντος
απεβίωσε πλήρης ημερών
από λ σε λ παρατηρείται βελτίωση της καταστάσεως
απολαμβάνουμε πλήθος αγαθών την σήμερον ημέραν
βρήκες την λ να καθαρίσεις το σπίτι
βροχερή > φθινοπωρινή > ανοιξιάτικη > ηλιόλουστη > παγερή λ
διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύκτα
δυστυχώς οι μέρες του είναι μετρημένες
εγκυμονεί & είναι στις μέρες της
ενθυμούμαι ζωντανά τις μέρες του ΄22
επί πολλών ημερών αποτελεί το πρόσωπο της ημέρας
έργα & ημέρες του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη
έρχεται μέρα παρά μέρα
έρχονται άγιες μέρες
ζήτησε για πρωινό δύο αυγά ημέρας
η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
θα επανέλθει κατά την διάρκεια της ημέρας
θα το εξετάσουμε με το φως της ημέρας
καλή σου μέρα
ξεκίνησε την λ του με ένα τρυφερό φιλί στη γυναίκα του
παρατηρήθηκε εντόνως επί των ημερών του > μας
πρόσφατα πέρασα μαύρες μέρες
τι κουραστική μέρα !
τι μέρα & η σημερινή !
τι μέρα έχουμε ;
τι τα θες χρονιάρα μέρα
τον απασχολεί μέρα νύχτα
του προσέφερε το χθεσινό φαγητό ως πιάτο ημέρας