Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελευθεροφροσύνη
- απόδοση: το να σκέπτεσαι ελεύθερα / που έχει φρονήματα απαλλαγμένα από προκαταλήψεις δογματισμό ή φανατισμό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’