Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διγλωσσία
- απόδοση: η χρήση από άτομο ή κοινότητα δύο διαφορετικών γλωσσών / η χρήση από τον αυτό λαό δύο διαφορετικών μορφών της εθνικής γλώσσας / υποκριτική στάση που εκδηλώνεται με την υποστήριξη δύο διαφορετικών απόψεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’