Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ετεροποδία
- απόδοση: η εκ γενετής ή επίκτητη διαφορά μήκους των δύο ποδιών
- συγγενές: χωλότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η από τα παιδικά του λ τον κατέστησε ες αεί χωλό