Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
είδος
- απόδοση: κάθε έννοια που αποτελεί υποσύνολο ευρύτερης έννοιας την οποία καλούμαι γένος / η βασική μονάδα ταξινόμησης των οργανισμών / το σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση την ίδια προέλευση ή τον ίδιο προορισμό / ποσότητα υλική ή ηθική
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τον πληρώνει σε λ
διατηρεί κατάστημα από τον πατέρα του με είδη εποχικά
√ λαθεμένο: εποχιακά
δυσεύρετο λ πτηνών εν αιχμαλωσία εκτιθέμενα σε ζωολογικό κήπο
πρόκειται για ιδιαίτερα σπάνιο λ
είδος…
λ εν ανεπαρκεία που δεν διατίθεται ούτε στη μαύρη αγορά
λ εν επαρκεία έως κορεσμού
λ πολυχρησιμοποιημένο
λ πρώτης ανάγκης
λ υπό εξαφάνιση
είδη…
λ αποικιακά
λ δώρων
λ εξοχής
λ ηλεκτρικά
λ ιματισμού
λ καθαριότητος
λ καπνιστού
λ κιγκαλερίας
√ απόδοση: εξαρτήματα μεταλλικά για οικοδομική χρήση
λ μαναβικής
λ οικιακής χρήσεως
λ πολυτελείας
λ υγιεινής
λ ψιλικά