Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειρίς
- απόδοση: μέρος του ενδύματος που καλύπτει τον βραχίονα / μανίκι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
φέρει εσώρουχο αχειρίδωτο
√ απόδοση: αμάνικο
χειριδωτό ένδυμα
√ απόδοση: με μανίκι