Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προβοκάτορας
- απόδοση: που δια λογαριασμό τρίτων διεισδύει σε ομάδα ατόμων προκειμένου να υποκινήσει αυτούς σε ακραίες ενέργειες που θα αποβούν ουσιαστικά εις βάρος τους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’