Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προϊόν
- απόδοση: αγαθό ή υπηρεσία που προκύπτει από ανθρώπινη δραστηριότητα / που προέρχεται από ενέργεια ως επακόλουθό της
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για εφάμιλλο λ αν όχι & καλύτερο
ως μανεκέν αισθάνεται ότι είναι λ προς πώληση
προϊόν...
λ αγνώστου προελεύσεως
λ βιομηχανοποιημένο
λ εγχώριο
λ εισαγόμενο
λ ελεεινής ποιότητος
λ Ελληνικής προελεύσεως
λ εποχικώς διατιθέμενο
λ ευρεσιτεχνίας
λ ευρέως διαδεδομένο
λ ευτελούς ποιότητος
λ ιδίου επιπέδου & εξ ίσου καλό
λ κλεψίτυπο
λ κλοπής που κατέληξε σε γνωστό κλεπταποδόχο της πιάτσας
λ νέας εσοδείας
λ νο νέϊμ
λ παράνομης δραστηριότητος
λ περιορισμένης κυκλοφορίας
λ προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης / ΠΟΠ
λ πρώτης > δεύτερης > τρίτης διαλογής
λ τελευταίας υποστάθμης
λ της σειράς
λ του διεθνούς φήμης Ελβετικού οίκου παραγωγής χειροποίητων ρολογιών
λ υπόπτου συναλλαγής
λ υψηλής ποιότητος > τεχνολογίας
λ χειροποίητο