Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζυγός
- απόδοση: η ζυγαριά / κατασκευή για τη ζεύξη ζώων / ένα από τα ζώδια / κατάσταση υποταγής / καταπιεστική εξάρτηση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ευρέθη σε ώριμη ηλικία υπό το ζυγό του γάμου
οι Έλληνες δοκιμάσθηκαν επί μακρόν από τον τουρκικό ζυγό
το δικηγορικό γραφείο κοσμεί ο λ της Δικαιοσύνης