Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εργαλείο
- απόδοση: που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση εργασίας / κάτι το θεωρούμενο απαραίτητο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για λ ζωής
πρόσεχε είναι το λ μου με αυτό δουλεύω & βγάζω το ψωμί μου
το λεξικό του Δημητράκου είναι πραγματικό λ
εργαλείο…
λ ακριβείας
λ απεριόριστων εφαρμογών
λ για λεπτές εργασίες
λ πολλαπλών χρήσεων
λ χειροποίητο