Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποπόδιο
- απόδοση: επικλινής κατασκευή τοποθετούμενη έμπροσθεν καθίσματος για την στήριξη των ποδιών του καθήμενου / ο υφιστάμενος εξευτελισμό & ταπείνωση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βέβαιον ό,τι κατέστη οικιοθελώς το υποπόδιό του