Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βιομηχανικός
- απόδοση: που αναφέρεται στη βιομηχανία / που παράγεται από βιομηχανία κατά τρόπον τυποποιημένο & σε ποσότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί βιομηχανικό κολοσσό της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου
αυξήθηκε εντυπωσιακά η βιομηχανική παραγωγή της γείτονος
βαρύνεται με βιομηχανική κατασκοπία εις βάρος ανταγωνιστικής εταιρείας
η Τσεχία υπήρξε σκαπανέας & η πρώτη βιομηχανική χώρα της Ευρώπης
μέλημα της παρούσης κυβέρνησης η βιομηχανική ανάπτυξη
το Αλουμίνιο της Ελλάδος αποτελεί εξέχων βιομηχανικό συγκρότημα της χώρας με σπουδαίες εγκαταστάσεις
το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας διαθέτει βιομηχανική συνείδηση