Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βιομηχανία
- απόδοση: μονάδα παραγωγής / το εργοστάσιο / δραστηριότητα πνευματική ή καλλιτεχνική που εμφανίζει μαζικότητα εις βάρος της ποιότητος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει εξελιγμένης γενεάς πολεμική λ
εκ παραδόσεως διαθέτει την πλέον βαριά βιομηχανία στον ευρωπαϊκό χώρο
√ αντίθετο: ελαφρά
η Ελβετία αποτελεί προοδευμένη χώρα με φαρμακευτική λ αιχμής
χώρα της Άπω Ανατολής με παράδοση στη λ αυτοκινήτων