Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολεοδομικός
- απόδοση: που αναφέρεται στην πολεοδομία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απευθύνθηκε στο αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο
κατηγορείται για παράβαση πολεοδομικών κανόνων
μελέτη που αναφέρεται στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας
το έργο επεμβαίνει στον πολεοδομικό ιστό