Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όριο
- απόδοση: γραμμή συνήθως νοητή που χωρίζει όμορες επιφάνειες ως σύνορο / το ακραίο σημείο / διαχωριστική γραμμή μεταξύ καταστάσεων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ας ληφθούν μέτρα επιτέλους το λ ανοχής εξαντλήθηκε
δέχθηκε παρατήρηση από τροχονόμο για υπέρβαση ορίου ταχύτητος
έθεσε όρια στη σχέση που διαμορφώνει διδασκόμενη από πρότερες καταστάσεις
η παραμονή του παρετάθη πέραν των συνηθισμένων χρονικών ορίων
οφείλει να θέσει όρια στις βλέψεις που εκφράζει
υπερέβη το λ ελαστικότητας του αντικειμένου με αποτέλεσμα να παραμορφωθεί