Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιβαλλοντικός
- απόδοση: που αναφέρεται στο φυσικό ή οικιστικό περιβάλλον
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για την αδειοδότηση εργαστηρίου απαιτείται περιβαλλοντική μελέτη
η περιοχή παρουσιάζει βεβαρημένες περιβαλλοντικές συνθήκες