Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δρόμος
- απόδοση: ο συνδέων τόπους ή σημεία τόπων που έχει ισοπεδωμένη επιφάνεια επικαλυμμένη με υλικό ανθεκτικό στη χρήση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαμένει σε κατοικία ευρισκόμενη σε έντονα ανηφορικό δρόμο
√ αντίθετο: κατηφορικό
εξυπηρετήθηκε από ένα θαυμάσιο επαρχιακό δρόμο
ο οικισμός διαθέτει αρκετούς αγροτικούς δρόμους
στη ζωή ακολούθησε με συνέπεια τον ορθό δρόμο